- πλεοπόδιο
- το, Νζωολ.ζυγό αρθρωτό εξάρτημα τής κοιλίας τών καρκινοειδών το οποίο χρησιμεύει συχνά για τη μεταφορά τών αβγών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleopod (< πλέων, μτχ. του πλέω + πους, ποδός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.